προΰπαρξη — η / προΰπαρξις, άρξεως, ΝΑ [προϋπάρχω] 1. το να υπάρχει κάτι ή κάποιος εκ τών προτέρων 2. προϋπόσταση … Dictionary of Greek
καισαροπαπισμός — Πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο πολιτικός αρχηγός έχει υπό τον έλεγχό του ή τείνει να συγκεντρώσει και τη θρησκευτική εξουσία. Η υποταγή της θρησκευτικής εξουσίας στην πολιτική ήταν συνηθισμένο φαινόμενο στα ειδωλολατρικά κράτη γενικά· κλασικό όμως … Dictionary of Greek
προϋπαρκτίται — οἱ, Μ αυτοί που πιστεύουν στην προΰπαρξη τής ψυχής και τού πνεύματος σε σχέση με την ύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προΰπαρξις (για το θ. προϋπαρκτ , πρβλ. υπαρκτ ικός < υπάρχω) + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
προϋπαρχόντως — Α επίρρ. κατά προΰπαρξη, αναλόγως τής προϋπαρξεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προϋπάρχων, οντος, μτχ. τού προϋπάρχω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
άμορφη τέχνη — Ο όρος αναφέρεται στο ρεύμα που αρνείται τις θεωρητικές θέσεις της αφηρημένης τέχνης και γενικότερα την υποταγή του καλλιτεχνικού έργου σε οποιονδήποτε μορφολογικό προγραμματισμό. Σε θεωρητικό επίπεδο, υιοθετείται η απουσία κάθε περιορισμού, με… … Dictionary of Greek
Κικέρων — (Marcus Tullius Cicero, Αρπίνο 106 π.Χ. – 43 π.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας, συγγραφέας και πολιτικός. Καταγόταν από οικογένεια πληβείων, η οποία είχε προαχθεί στην τάξη των ιππέων. Το όνομα Cicero προέρχεται πιθανότατα από κάποιο προγονικό παρατσούκλι… … Dictionary of Greek
Νεμέσιος — (4ος 5ος αι.). Χριστιανός φιλόσοφος, επίσκοπος στην Έμεσα της Συρίας. Έγραψε Περί φύσεως ανθρώπου, έργο διαπνεόμενο από νεοπλατωνικές αντιλήψεις, ιδίως στην περί ψυχής θεωρία του (ο Ν. παραδέχεται την προϋπαρξη των ψυχών), αλλά σαφώς… … Dictionary of Greek
παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… … Dictionary of Greek